χοληστερόλη

χοληστερόλη
η, Ν
(βιοχ.) κηρώδης ουσία ζωτικής προέλευσης, που έχει θεμελιώδη σημασία για τη ζωή και απαντά στο αίμα και σε όλους τους ζωικούς ιστούς, αλλ. χοληστερίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesterol < cholester-in (βλ. χοληστερίνη) + κατάλ. -ol τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κοπροστερόλη — η (βιοχ.) καταβολίτης τής χοληστερόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. coprosterol < copro (πρβλ. κόπρος) + sterol κατ αποκοπήν από το cholesterol (πρβλ. χοληστερόλη)] …   Dictionary of Greek

  • κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • κορτικοστεροειδής — ές (βιοχ.) κορτικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το γ συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. corticosteroid < cortico (< λατ. cortex, icis «φλοιός» + συνδετικό φωνήεν ο) + stero (< sterol, κατ αποκοπή από το… …   Dictionary of Greek

  • κορτικοστερόνη — η (βιοχ.) ορμόνη τής ομάδας τών γλυκοκορτικοστεροειδών η οποία εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corticosterone < cortico (< λατ. cortex, icis «φλοιός») + ster (< sterol, κατ… …   Dictionary of Greek

  • λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • χοληστανόλη — η, Ν (βιοχ.) στερόλη, η οποία, μαζί με την χοληστερόλη και την κοπροστανόλη, αποτελούν τις σημαντικότερες στερόλες απέκκρισης στα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholestanol] …   Dictionary of Greek

  • χοληστερίνη — Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”